- παλαμίζω
- (I)1. πιάνω κάτι με την παλάμη μου ή βάζω την παλάμη μου πάνω σε κάτι2. δέρνω κάποιον με την παλάμη μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Α. Φαρμακίδη].————————(II)1. ναυτ. α) παλαμάρωβ) επικαίω την εξωτερική επιφάνεια τής καρίνας πλοίου2. επαλείφω δάπεδο οικίας με πηλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. παλαμάρω (II)].
Dictionary of Greek. 2013.